- πεντεκαιπεντηκονταετής
- και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, -ες, Ααυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα-ετής / πεντα-έτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντεκαιπεντηκονταετοῦς — πεντεκαιπεντηκονταετής fifty five years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιπεντηκονταέτους — πεντεκαιπεντηκονταετής fifty five years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)